- αστραβής
- ἀστραβής, -ές (Α)1. ο ευθύς, ο ίσιος2. ο σταθερός, ο ακλόνητος3. ο άκαμπτος, ο ανένδοτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. συνδέεται με τους τ. στραβός, στρεβλός, στρόβιλος με α- στερητικό, ενώ κατ' άλλους είναι πιθ. ως στερητικό επίθετο σε -ης είτε να προέρχεται από ένα ουδέτερο θέμα σε -ς (*στράβος) είτε απευθείας από ανάλογο ρήμα].
Dictionary of Greek. 2013.